Το κάστρο Καστέλο Ρόσσο ή Κοκκινόκαστρο της Καρύστου δεσπόζει στους πρόποδες της Όχης. Βρίσκεται μόλις τέσσερα χιλιόμετρα από την Κάρυστο μεταξύ των χωριών Γραμπιά και Μύλοι.
Βρίσκεται επάνω σε ένα κωνικό ύψωμα, κάπως μακριά από τη θάλασσα και τους πειρατικούς κινδύνους και δεσπόζει σε όλη την πεδιάδα που απλώνεται από κάτω μέχρι την παραλία
Το Όνομα του Κάστρου
Το κάστρο ονομαζόταν από τους Λατίνους «Castel Rosso» , ενώ οι Έλληνες διατήρησαν την ονομασία σαν «Κοκκινόκαστρο». Το όνομα οφείλεται στις κόκκινες πέτρες με τις οποίες έχει κτιστεί - από τα σχιστολιθικά πετρώματα της περιοχής - που του δίνουν μια κοκκινωπή απόχρωση.
Ιστορία
Το κάστρο κτίστηκε από τους Λομβαρδούς, αλλά καθ' όλη τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας το διεκδίκησαν Βυζαντινοί, Φράγκοι, Βενετοί, οι οποίοι τελικά και παρέμειναν ως κύριοι του μέχρι την κατάληψη της Εύβοιας από τους Τούρκους.
Το πρώτο φρούριο στο λόφο του σημερινού κάστρου χτίστηκε από τους Βυζαντινούς το 1030. Το μεσαιωνικό Καστέλλο Ρόσσο κτίστηκε πάνω στις βυζαντινές βάσεις κατά μια εκδοχή μεταξύ 1209 - 1216 από το Βερονέζο (δηλ. Λομβαρδό) βαρόνο Ραβανό Δαλεκάρτσερι (Ravano dalle Carceri, ή Ραβάνο Ντάλλε Καρτσέρι) τον άρχοντα του τριτημορίου της νότιας Εύβοιας, ενός από τα τρία φέουδα του Ενετικού Βασιλείου του Νεγρεπόντε.
Γύρω απ' το Καστέλο Ρόσσο δημιουργήθηκε μια πόλη, αφού οι κάτοικοι της Καρύστου έκτιζαν τα σπίτια τους κοντά στο κάστρο, για λόγους ασφάλειας.
Δεκαετίες αργότερα, οι Βυζαντινοί επέστρεψαν στο νησί. Ο περιβόητος ιππότης Λικάριος, στην υπηρεσία του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, οδήγησε ένα Βυζαντινό στράτευμα κάτω από τα τείχη της Καρύστου, και μετά από τη στενή πολιορκία το εκπόρθησε το 1276 και εγκατέστησε εκεί βυζαντινή φρουρά. Όμως η Κάρυστος δεν έμεινε για πολύ στα χέρια των Βυζαντινών. Το 1295 ο Βονιφάτιος ντα Βερόνα, ευνοούμενος του Δούκα της Αθήνας, εγγονός του Γουλιέλμου του Α' κατ' όνομα βασιλιά της Θεσσαλονίκης, θεωρώντας ότι η Κάρυστος αποτελούσε φέουδο της συζύγου του Agnes De Cicon, μετά από πολιορκία εκδίωξε τη βυζαντινή φρουρά και κατέλαβε το φρούριο, το οποίο κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Σημειωτέον ότι από τότε οι Βυζαντινοί δεν επέστρεψαν ποτέ πια στην Εύβοια.
Μετά το θάνατο του Βονιφάτιου το 1318, η Κάρυστος και το κάστρο των Αρμένων, στα Στύρα, ένα άλλο σπουδαίο κάστρο της Εύβοιας, περιήλθαν στην εξουσία του Καταλάνου πρίγκιπα Αλφόνσο Φαδρίγου ντ' Αραγκόν, συζύγου της κόρης του Βονιφάτιου, Μαρούλας.
Όλο αυτό το χρονικό διάστημα οι Βενετοί δεν έπαψαν να ενδιαφέρονται για το λιμάνι της Καρύστου, το οποίο θεωρούσαν χρήσιμο για το θαλάσσιο εμπόριό τους. Για το λόγο αυτό ζητούσαν επίμονα από το Φαδρίγο να τους πουλήσει την Κάρυστο. Τελικά πέτυχαν το σκοπό τους και στα 1359 κατάφεραν να αγοράσουν τη βαρονία της Καρύστου από το γιο του Βονιφάτιο ντ' Αραγκόν, αντί του ποσού των 6.000 δουκάτων, πριν προφτάσουν να γίνουν κύριοι της Καρύστου, οι Ιωαννίτες ιππότες της Ρόδου, οι οποίοι επίσης εποφθαλμιούσαν το επίμαχο αυτό σημείο.
Εκείνη την εποχή, λέγεται, ότι το κάστρο της Καρύστου ήταν τόσο καλά οχυρωμένο και τόσο ισχυρό, ώστε 30 μόνο πολεμιστές ήταν αρκετοί να το υπερασπιστούν αποτελεσματικά.
Κάτω από την εξουσία των Ενετών όμως η Κάρυστος παρήκμασε. Οι περισσότεροι κάτοικοι προτίμησαν να μεταναστεύσουν στο γειτονικό Δουκάτο των Αθηνών. Η πληθυσμιακή παρακμή έφερε και την οικονομική παρακμή. Αυτή η κατάπτωση οδήγησε τους Βενετούς πρώτα στην εκμίσθωσή της, στην ιταλική οικογένεια Ιουστινιάνι το 1386 και κατόπιν το 1406 στην παραχώρηση της βαρονίας στο Nicolo Zorzi.
Η Κάρυστος ποτέ δεν ξαναβρήκε την παλιά της αίγλη και τελικά το καλοκαίρι του 1470, μετά την κατάληψη της Χαλκίδας από τους Τούρκους, ύστερα από έναν αιώνα απόλυτης κυριαρχίας εγκαταλείφθηκε σιωπηρά και άδοξα από τους Βενετούς και από τους Zorzi, αφήνοντας τους κατοίκους στο έλεος των Τούρκων.
Μετά την αποχώρηση των Βενετών, την Κάρυστο κατέλαβαν οι Τούρκοι του Κοτζά Μαχμούτ πασά, οι οποίοι την ονόμασαν Κιζίλ Χισάρ. Οι Έλληνες συνέχισαν να κατοικούν γύρω από το Καστέλο Ρόσσο και να διατηρούν ακόμη και μικρές εκκλησίες εκεί, μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, όταν διώχτηκαν, εξαιτίας της συμμετοχής τους με το μέρος των Βενετών στο ενετοτουρκικό πόλεμο που ξέσπασε το 1684.
Τον 19ο αιώνα, από τις αρχές του απελευθερωτικού αγώνα, οι Έλληνες έβαλαν στόχο την κατάληψη του κάστρου. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Νικόλαος Κριεζώτης γνωστός ως «λιοντάρι της Εύβοιας» και ο Γάλλος φιλέλληνας Φαβιέρος το πολιόρκησαν δίχως αποτέλεσμα και με οδυνηρές απώλειες. Αυτά μέχρι το 1826. Έκτοτε δεν έγινε άλλη προσπάθεια. Το κάστρο άνοιξε τις πόρτες του στους Έλληνες μετά την απελευθέρωση και την αποχώρηση των Τούρκων, το Μάρτιο του 1833.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Στο εσωτερικό του τειχισμένου περιβόλου, υψώνονται εντυπωσιακά τα ψηλά τείχη και οι επάλξεις που προστάτευαν το δεύτερο εσωτερικό κάστρο, όπου οι αμυνόμενοι μπορούσαν να καταφύγουν σε έσχατη ανάγκη και απ' όπου μπορούσαν να ελέγχουν ακόμη καλύτερα την κύρια πύλη του φρουρίου και ολόκληρο τον περίβολο των εξωτερικών τειχών.
Εκεί κοντά στην κύρια πύλη, όπου υπήρχε μεγάλη υπαίθρια αυλή, την εποχή της τουρκοκρατίας είχαν κτιστεί μερικά σπίτια, περίπου είκοσι, για να στεγάζουν τους άντρες της φρουράς του κάστρου και τις οικογένειες τους.
Προς τα ανατολικά, περνώντας από σωρούς από λίθους που κάποτε αποτελούσαν τα δομικά υλικά με τα οποία ήταν κατασκευασμένα τα ποικίλα κτίρια του κάστρου, βλέπουμε τα εξωτερικά τείχη όπου αυτά ισχυροποιούνται μ' ένα πολυγωνικό πύργο μ' επάλξεις σχήματος "Μ". Η αρχιτεκτονική του μορφή όμως μαρτυρά, ότι είναι ένας πύργος κατασκευασμένος για αμυντικούς σκοπούς. Ήταν διώροφος με δώμα οπλισμένο με επάλξεις. Σήμερα, τα δάπεδα μεταξύ των αιθουσών των ορόφων έχουν βυθιστεί και δεν υπάρχουν πια. Μόνο τα ίχνη τους έχουν παραμείνει, στην τοιχοποιία του πύργου.
Δυτικά της κύριας πύλης υψώνονται τα ερείπια του πλέον επιβλητικού κτιρίου του κάστρου. Πρόκειται για τις λιθόκτιστες πλευρικές τοιχοποιίες ενός άλλοτε μεγαλοπρεπούς διώροφου τουλάχιστον, παραλληλόγραμμου κτιρίου. Το κτίριο αυτό, την εποχή της φραγκοκρατίας πρέπει να αποτελούσε την κατοικία του κυρίου του κάστρου και να περιλάμβανε τη μεγάλη αίθουσα των τελετών του κάστρου. Το γεγονός αυτό γίνεται αντιληπτό αν από τα μεγάλα τοξωτά ανοίγματα στο ψηλότερο τμήμα της τοιχοποιίας, όπου άλλοτε ήταν ο δεύτερος όροφος του κτιρίου. Τα ανοίγματα αυτά μαρτυρούν μία διάθεση άνετης διαβίωσης και άπλετου φυσικού φωτισμού στο εσωτερικό του κτιρίου, αντί των μικρών στενόμακρων παραθύρων - πολεμίστρων που συχνά συναντώνται στα προορισμένα για άμυνα στρατιωτικά κτίρια του μεσαίωνα.
Τα νοτιοδυτικά τείχη του κάστρου καταλήγουν σ' ένα ισχυρό τετράγωνο προμαχώνα, με εμφανείς εξωτερικά διακοσμητικές ταινίες ισοδομικής τοιχοποιίας, οι οποίες αποτελούνται από παραλληλόγραμμους μαρμάρινους ογκόλιθους, προερχόμενους προφανώς από τα ερείπια κάποιου παλιότερου σημαντικού κτιρίου της περιοχής. Τετράγωνα ανοίγματα στο ανώτερο τμήμα της πλευρικής τοιχοποιίας του προμαχώνα, μαρτυρούν ότι εκεί υπήρχε αίθουσα της φρουράς απ' όπου ελεγχόταν όλη η νοτιοδυτική πλευρά του κάστρου.
Ο προμαχώνας διέθετε παλιότερα λιθόστρωτο δώμα, όπου υπήρχε τοποθετημένο ένα ορειχάλκινο πυροβόλο τεράστιων διαστάσεων, μήκους 18 ποδών, εγκατεστημένο εκεί από την εποχή της Ενετοκρατίας, για να κρατάει μακριά από το κάστρο όποιον το επιβουλευόταν. Οι κάτοικοι της Καρύστου, με μία σκωπτική διάθεση το είχαν ονομάσει "λωλή λουμπάρδα". Την εποχή της τουρκοκρατίας, οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν μόνο μία φορά τη "λωλή λουμπάρδα". Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν τόση η δόνηση την οποία αυτή δημιούργησε με την εκπυρσοκρότηση και τόσο δυνατός ο κρότος, λες και ξαφνικά ο Ήφαιστος κτύπησε το βαρύ σφυρί του πάνω στο αμόνι, ώστε παραλίγο να γκρεμιζόταν ο ίδιος ο προμαχώνας πάνω στον οποίο την είχαν τοποθετήσει. Από τότε οι Τούρκοι δεν τόλμησαν να ξαναχρησιμοποιήσουν το τεράστιο αυτό πυροβόλο, το οποίο ασφαλώς θα τελείωσε άδοξα την ιστορία του μέσα στον πυρωμένο φούρνο κάποιου χυτηρίου.
Από τον προμαχώνα της «λωλής λουμπάρδας» ξεκινούν τα εντυπωσιακού ύψους δυτικά τείχη του κάστρου κτισμένα και αυτά με ακατέργαστους ογκόλιθους. Η κατάσταση τους σήμερα δεν είναι καλή, αφού οι επάλξεις τους και όλες οι αμυντικές κατασκευές τους έχουν καταρρεύσει. Η ίδια κατάσταση επικρατεί και στα βόρεια τείχη του κάστρου.
Τα τείχη στην πλευρά αυτή ισχυροποιούνται από ένα επιβλητικό κυλινδρικό πύργο, ο οποίος προβάλλει δυναμικά απ' αυτά και τα προστατεύει. Ο πύργος χρονολογείται από την εποχή του Μεσαίωνα και διατήρησε πεισματικά μέσα στους αιώνες το ιταλικό του όνομα "Ρόκκα". Κοντά στον πύργο αυτό διατηρείται ακόμη η τοξωτή δεύτερη πύλη του κάστρου, η οποία βλέπει προς τις "καμάρες" του υδραγωγείου του. Η πύλη αυτή ήταν εξαιρετικά χρήσιμη σε περίπτωση πολιορκίας, διότι μέσω αυτής οι πολιορκημένοι μπορούσαν να επικοινωνούν με τον έξω κόσμο με αγγελιοφόρους.
Τα τείχη σ' αυτή τη βόρεια πλευρά του κάστρου, η οποία αποτελεί το ψηλότερο και πλέον δύσβατο τμήμα του υψώματος χρονολογούνται από το Μεσαίωνα και δεν έχουν ιδιαίτερα μεγάλο πάχος. Ένα κάθετο ρήγμα στην τοιχοποιία τους επιτρέπει στον επισκέπτη να διαπιστώσει ότι έχουν πάχος περίπου 1,20 μ.
Εκεί, στη βόρεια πλευρά του κάστρου, βρίσκεται το εσωτερικό φρούριο του αμυντικού συστήματος του κάστρου της Καρύστου, το οποίο περικλείεται από τα βόρεια εξωτερικά τείχη και ένα εσωτερικό παραπέτασμα τειχών. Το εσωτερικό φρούριο αποτελούσε την ακρόπολη της Καρύστου, τελευταίο οχυρό άμυνας σε περίπτωση που το κυρίως κάστρο έπεφτε στα χέρια των επιδρομέων. Μέσα σ' αυτό υπάρχει σήμερα εκκλησία αφιερωμένη στον προφήτη Ηλία. Κάτω από το στρωμένο με μαρμαρόπλακες δάπεδο της εκκλησίας, κρύβεται η μεγάλη δεξαμενή του φρουρίου, απ' όπου σε περίπτωση πολιορκίας, οι πολιορκημένοι θα μπορούσαν να υδρεύονται.
|